Η επιβράβευση του Φαβρ, το κληροδότημα του Βιεϊρά και τα δέκα λεπτά που ήταν αρκετά για να βρει η Σάντερλαντ τον αρχηγό που ονειρευόταν.

Το ποδόσφαιρο πέρα από όμορφα γκολ, φαντασμαγορικές ντρίμπλες και ωραίες φανέλες είναι και οι άνθρωποι του. Εκείνοι δηλαδή που είτε από την άκρη ενός πάγκου είτε ευρισκόμενοι μέσα στις γραμμές κάνουν τα πράγματα να συμβαίνουν. Γι’ αυτό και το να μαθαίνουμε τις ιστορίες τους έχει πάντα σημασία και γι’ αυτό και εμείς σήμερα θα ασχοληθούμε με τη ζωή του Γκρανίτ Τσάκα τόσο εντός όσο και εκτός γηπέδου. Με μοναδικό σκοπό την κατανόηση του χαρακτήρα ενός ποδοσφαιριστή που η τάση του να ηγείται τον έχει καθορίσει.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του Γκρανίτ Τσάκα

Ο Γκρανίτ Τσάκα γεννήθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας στις 27 Σεπτεμβρίου του 1992 και ήταν το δεύτερο παιδί της του Ραγκίπ και της Ελμαζέ Τσάκα. Η ρίζες του εντοπίζονται στο Κόσσοβο απ’ όπου ξεκίνησαν το 1990 οι Αλβανοί γονείς του μαζί άλλες 350.000 συμπατριώτες τους προκειμένου να βρουν ένα καλύτερο μέλλον από εκείνο που προέδιδαν οι πρώτες ταραχές στην περιοχή τους αλλά και το στίγμα του φυλακισμένου που κουβαλούσε ο πατέρας του Τσάκα, Ραγκίπ, μετά από τα 3,5 χρόνια που αναγκάστηκε να περάσει στη φυλακή λόγω της αντίστασης του στο κομμουνιστικό γιουγκοσλαβικό καθεστώς.

Λίγα χρόνια αργότερα τώρα και με τα δύο αδέρφια να έχουν έρθει πλέον στη ζωή το σκηνικό για την οικογένεια Τσάκα δεν άλλαξε πολύ. Οι σκληρές διηγήσεις του παρελθόντος από τους γονείς, έδωσαν τη θέση τους στο μόχθο του παρόντος και στη σκληρή δουλειά και πάλι εκ μέρους τους. Αφού εργάζονταν νυχθημερόν ως καθαριστές σε εταιρείες εντός της Βασιλείας, αλλά και στα περίχωρα της προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.

Τα πρώτα βήματα του Τσάκα στο ποδόσφαιρο

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον λοιπόν μεγάλωναν ο Γκρανίτ και ο αδερφός του Ταουλάντ, οι οποίοι πολύ γρήγορα έδειξαν την προτίμηση τους για το ποδόσφαιρο, το οποίο πολύ γρήγορα έφυγε για εκείνους από τα πλαίσια του παιχνιδιού στη γειτονιά και τέθηκε σε εκείνα της συμμετοχής σε μια ακαδημία και συγκεκριμένα σε αυτή της Κονκόρντια Βασιλείας όπου έμειναν από το 2000 μέχρι το 2002.

Ενώ ακολούθησε και για τους δύο με έναν χρόνο διαφορά η μετάβαση στα μικρά τμήματα της Βασιλείας. Απ’ όπου αν όλα πήγαιναν καλά θα άνοιγε ο δρόμος τουλάχιστον για το κορυφαίο επίπεδο του ελβετικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου.

Η επαγγελματική αρχή στη Βασιλεία και η μεταγραφή στη Γκλάντμπαχ

Και έτσι έγινε. Τα δύο αδέρφια ποδείκνυαν το ταλέντο τους σε κάθε ευκαιρία και έτσι οι ιθύνοντες τις Βασιλείας δεν δίστασαν να τους δώσουν το πρώτο τους επαγγελματικό συμβόλαιο το 2010 και μαζί την ευκαιρία να συνεισφέρουν σημαντικά στο μονίμως ελλιπές οικογενειακό ταμείο.

Με τη βοήθεια αυτή μάλιστα, χάρη στο ταλέντο του Γκρανίτ, να αυξάνεται σημαντικά όταν το 2012 το πολυεργαλείο του κέντρου της Βασιλείας μετέβη στη Γερμανία για λογαριασμό της Γκλάντμπαχ έναντι 8,5 εκατομμυρίων ευρώ και λόγω των πολύ καλών του εμφανίσεων στο EURO εκείνου του καλοκαιριού.

Το πρώτο περιβραχιόνιο και η ο άλλος τρόπος να υπάρχεις στο υψηλότερο επίπεδο

Αυτό ήταν, η πόρτα για το υψηλότερο επίπεδο είχε πια ανοίξει μέσω της Bundesliga και το μόνο που χρειάζονταν ήταν ο Τσάκα να την κρατήσει ανοιχτή. Και αυτό έκανε. Αφού πρώτα έγινε η καρδιά του κέντρου της ομάδας κι έπειτα, μόλις δύο χρόνια μετά τη μεταγραφή του, επιλέχθηκε από τον Λουσιάν Φαβρ ως εκείνος που θα ηγούνταν πια του συνόλου, καθότι πήρε το περιβραχιόνιο και συνέδεσε το όνομα του με την επιστροφή της Γκλάντμπαχ στην τετράδα του γερμανικού πρωταθλήματος και μέσω αυτής και στο Champions League τη διετία 2014-16.

Για να αλολουθησει η πρώτη και όπως δείχνουν τα πράγματα, η μόνη μεγάλη σε κόστος μεταγραφή του ύψους 50 εκατομμύρια ευρώ στην Άρσεναλ, η οποία έστειλε στο Λονδίνο και τα χέρια του Αρσέν Βενγκέρ εναν παίκτη με ταλέντο αλλά πάνω απ’ όλα με ασβέστη τη φλόγα του ηγέτη. Γεγονός που εκτιμήθηκε όχι τόσο από τον Γάλλο όσο από τον Ουνάι Έμερι που έχρισε τον Τσάκα αρχηγό για τρίτη φορά στη διασυλλογική καριέρα του και τον Μικέλ Αρτέτα που τον διατήρησε σε αυτόν το ρόλο παρότι το επίπεδο της ομάδας έμοιαζε να τον ξεπερνά.

Έτσι, ως ο captain των φιλόδοξων “gunners” αποχώρησε το καλοκαίρι του 2023 και άφησε στα χέρια του Μάρτιν Όντεγκαρντ όλο τον κόπο που είχε κάνει μαζί με τους προηγούμενους συμπαίκτες του ώστε η χαμένη Άρσεναλ της “post – Wenger era” να είναι ξανά κάτι πολύ κοντά στο μεγάλο κλαμπ των ημερών του Γάλλου.

Επόμενος σταθμός ήταν το Λεβερκούζεν. Το ζητούμενο; Για μια ακόμα φορά το ίδιο. Να είναι δηλαδή ο Τσάκα το πρόσωπο που με την παρουσία του θα κρατά τους πάντες προσηλωμένους στον όποιο στόχο είχε τεθεί και παράλληλα να τους εμπνέει. Το αποτέλεσμα; Η Μπάγερ Λεβερκούζεν του Τσάμπι Αλόνσο και του Γκρανίτ Τσάκα η αήττητη νταμπλούχος Γερμανίας του 2024 και η δευτεραθλήτρια της Bundesliga για το 2025. Ενώ όλα τα κομβικά της πρόσωπα είτε πήραν μεταγραφή είτε αναβάθμισαν το status τους στη θέση που αγωνίζεται ο καθένας.

Ακριβώς όπως συνέβη και με τον ίδιο τον Τσάκα, ο οποίος το φετινό καλοκαίρι που μπήκε τελεία στην εποχή Αλόνσο για τις “ασπιρίνες” έκανε χώρο μαζί με πολλούς από τους συμπαίκτες του την τελευταία διετία για να έρθουν οι επόμενοι. Κι κάπως έτσι ο δρόμος τον έβγαλε ξανά προς την Αγγλία και συγκεκριμένα στο “Stadium of Lights” της Σάντερλαντ που επέστρεφε στην Premier League μετά από 7 χρόνια απουσίας και ταλαιπωρίας.

Γι’ αυτό πλέον πέρα από εκείνους που έφεραν την ομάδα εκεί που είναι τώρα, χρειάζονταν και ποδοσφαιριστές πείρα από το κορυφαίο πρωτάθλημα και διάθεση να γίνουν οι “κυματοθραύστες” των δυσκολιών τις οποίες συνεπάγεται η επαναφορά στη μεγάλη κατηγορία μετά από χρόνια.

Όπως καταλαβαίνετε, ήταν αδύνατον έστω να μην προσεγγιστεί ο Τσάκα που κουβαλούσε όλο το προαναφερθέν πακέτο. Γι’ αυτό και οι “μαύρες γάτες” του χτύπησαν την πόρτα, βρίσκοντας, ευτυχώς για αυτές, ανταπόκριση και αυτή τη στιγμή έχουν στη σύνθεση τους έναν τύπο που ενώ ήταν ο νέος στην ομαδα, χρειάστηκε μόλις δέκα λεπτά αφότου παρουσιάστηκε στην προπόνηση προκειμένου να πείσει τον νέο του προπονητή, Ρεγκίς Λε Μπρις.

Τελειώνοντας και εφόσον πριν επισημάνουμε ότι το είδωλο του Τσάκα ήταν ο πατέρας του λόγω της αυταπάρνησης που επέδειξε απέναντι στο γιουγκοσλαβικό καθεστώς, οφείλουμε να ολοκληρώσουμε την αναφορά μας στον Γκρανίτ Τσάκα με την υπενθύμιση ότι από το 2016 μέχρι και σήμερα είναι αρχηγός της εθνικής Ελβετίας και έχει καταφέρει να καταστήσει αυτό το “ψηφιδωτό πολιτισμών” ένα αποτελεσματικό σύνολο που εξυπηρετεί την ποδοσφαιρική υπερηφάνεια ενός έθνους ούτως ή άλλως διαφορετικό από τα άλλα.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *