Το καλοκαίρι του 2006, το ιταλικό ποδόσφαιρο συγκλονίστηκε από το σκάνδαλο Calciopoli. Η Γιουβέντους υποβιβάστηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της στη Serie B, της αφαιρέθηκαν δύο πρωταθλήματα και στιγματίστηκε διεθνώς. Ωστόσο, 19 χρόνια μετά, πληθαίνουν οι αναλύσεις και τα νομικά τεκμήρια που υποστηρίζουν πως η «Μεγάλη Κυρία» υπήρξε το μεγαλύτερο θύμα μιας υπόθεσης που παρουσιάστηκε διαφορετικά από ό,τι πραγματικά ήταν.

Η βασική κατηγορία στηρίχθηκε σε τηλεφωνικές συνομιλίες του τότε γενικού διευθυντή της Γιουβέντους, Λουτσιάνο Μότζι, με στελέχη της διαιτησίας. Στις συνομιλίες αυτές δεν βρέθηκε καμία αναφορά σε χρηματισμό ή σε «αγορασμένα» παιχνίδια. Όπως παραδέχθηκε ο εισαγγελέας της Νάπολης, «ουδέποτε προέκυψε αλλοίωση αποτελεσμάτων». Χρόνια αργότερα, ήρθαν στο φως και συνομιλίες παραγόντων άλλων συλλόγων (Ίντερ, Μίλαν, Ρόμα), που δεν είχαν ερευνηθεί με τον ίδιο ζήλο, παρότι περιείχαν αντίστοιχες ή και πιο «ενοχοποιητικές» συζητήσεις.
Ανεξάρτητες αναλύσεις των στατιστικών διαιτητικών αποφάσεων της εποχής έδειξαν ότι η Γιουβέντους δεν είχε δεχθεί περισσότερα «ευνοϊκά» σφυρίγματα από τις ανταγωνίστριες. Σύμφωνα με έκθεση του Corte di Cassazione (Ανώτατο Δικαστήριο Ιταλίας, 2015), «δεν υπήρξε αθλητική απάτη» αλλά μόνο «ανάρμοστη συμπεριφορά» εκ μέρους του Μότζι. Αυτό σημαίνει ότι η ουσία της κατηγορίας (χειραγώγηση αποτελεσμάτων) κατέρρευσε, αν και οι ποινές είχαν ήδη επιβληθεί.
Η μεγαλύτερη κριτική που ασκήθηκε στην υπόθεση αφορά την επιλεκτική χρήση στοιχείων. Συνομιλίες του Μοράτι (Ίντερ) και άλλων παραγόντων που αποκαλύφθηκαν το 2010 έδειχναν ότι η επαφή με διαιτητές ήταν ευρέως διαδεδομένη. Παρά ταύτα, μόνο η Γιουβέντους υποβιβάστηκε και τιμωρήθηκε παραδειγματικά, ενώ η Ίντερ ανακηρύχθηκε πρωταθλήτρια του 2006 «στα χαρτιά» (απόφαση FIGC, Ιούλιος 2006).

Το 2011 και το 2015, οι ανώτατες ιταλικές δικαστικές αρχές διευκρίνισαν ότι δεν προέκυψε στοιχείο αλλοίωσης αγώνων και οτι οι ποινές στη Γιουβέντους βασίστηκαν περισσότερο στην «ανάγκη κάθαρσης» του ποδοσφαίρου και λιγότερο σε απτές αποδείξεις.Ουσιαστικά, η ομάδα τιμωρήθηκε «για το παράδειγμα», ώστε να αποκατασταθεί η εικόνα του calcio στη διεθνή κοινότητα, ιδίως μετά την κατάκτηση του Μουντιάλ 2006 από την Ιταλία.
Στο ποινικό σκέλος, το 2015, το Ανώτατο Δικαστήριο απέσυρε τις κατηγορίες του “associazione a delinquere” (εγκληματική οργάνωση) εις βάρος του Moggi, Giraudo, Pairetto και Mazzini λόγω παραγραφής. Ο Luciano Moggi απαλλάχθηκε από ορισμένες κατηγορίες περί frode sportiva λόγω μη απόδειξης του αδικήματος. Μόνο ο διαιτητής Massimo De Santis καταδικάστηκε, όταν οι υπόλοιποι απαλλάχθηκαν ή οι κατηγορίες τους έληξαν λόγω Παραγραφής . Η απόφαση της Cassazione επιβεβαιώνει ότι οι ποινές ήταν σοβαρές και άμεσες, αλλά η βάση τους δεν στηρίχθηκε σε ακριβές αποδεικτικά στοιχεία αλλοίωσης αγώνων

Αργότερα το 2016 η Γιουβέντους υπέβαλε ένδικες πράξεις για την ακύρωση των Scudetti και για να αποζημιωθεί για τις επιπτώσεις της ποινής το Ιταλικό Διοικητικό Δικαστήριο (TAR) όμως απέρριψε την αξίωση αποζημίωσης ύψους 443 εκατομμυρίων ευρώ, κρίνοντας ότι δεν έχει αρμοδιότητα να επανεξετάσει την απόφαση της αθλητικής δικασίας. Τελικά, όλες οι προσφυγές της Γιουβέντους στο αθλητικό και πολιτικό-διοικητικό σύστημα έληξαν χωρίς ανατροπή των παλαιών αποφάσεων, είτε λόγω τεχνικών παραγόντων είτε λόγω αναφαίρετων ορίων ευθύνης.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι το Calciopoli παρουσιάστηκε ως το «σκάνδαλο του αιώνα», όμως οι δικαστικές αποφάσεις που ακολούθησαν, καθώς και η αποκάλυψη νέων στοιχείων, δείχνουν μια διαφορετική εικόνα διότι δεν υπήρξε ποτέ χειραγώγηση αποτελεσμάτων. Η έρευνα υπήρξε επιλεκτική και ελλιπής. Ουσιαστικά η Γιουβέντους λειτούργησε ως αποδιοπομπαίος τράγος σε μια υπόθεση με πολιτικές και επικοινωνιακές προεκτάσεις.
Η Ιστορία, όπως αποδεικνύεται, είναι πιο σύνθετη από τα πρωτοσέλιδα του 2006. Δικαστικά οι αποφάσεις μπορεί να μην άλλαξαν,ίσως όμως σε βάθος χρόνου, η «Μεγάλη Κυρία» να δικαιωθεί στα μάτια όλων ως το μεγαλύτερο θύμα του Calciopoli.





































































